- μαρμαροφεγγής
- μαρμαροφεγγής, -ές (Α)(ιδίως για τα δόντια)1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῑδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο-φεγγής].
Dictionary of Greek. 2013.